Οι προτομές του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ βρίσκονται μπροστά από τον Ιερό Ναό της Παναγίας της Χρυσελεούσης, στον παλαιό πυρήνα του Στροβόλους.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γεννήθηκε στο Στρόβολος το 1756. Σε νεαρή ηλικία εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στη Μονή Μαχαιρά, όπου έλαβε τη στοιχειώδη παιδεία και χειροτονήθηκε διάκονος το 1783. Αργότερα, το 1784, χειροτονήθηκε ιερέας και προσελήφθη ως εφημέριος του Ηγεμονικού ναού στη Μολδοβλαχία. Παράλληλα θα σπουδάσει θεολογία και φιλολογία στην Ελληνική Σχολή του Ιασίου. Ο Κυπριανός θα επιστρέψει στην Κύπρο το 1802, όπου και ανέλαβε τη διαχείριση των κτημάτων της Μονής στο Στρόβολο. Ο ζήλος που είχε επιδείξει ήταν ιδιαίτερος, ώστε κέρδισε την εκτίμηση των προεστών της Λευκωσίας, οι οποίοι ζήτησαν από τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο την πρόσληψη του ως οικονόμο της Αρχιεπισκοπής. Το 1809 ο Κυπριανός χειροτονείται επίσκοπος και το 1810 αναλαμβάνει αρχιεπίσκοπος διαδεχόμενος το Χρύσανθο, ο οποίος πέθανε σε μεγάλη ηλικία και εξόριστος στη Χαλκίδα.

Ο Κυπριανός από τα πρώτα χρόνια της αρχιεπισκοπίας του επιχείρησε να μεταλαμπαδεύσει στην Κύπρο το πνεύμα του διαφωτισμού και την παιδεία, όπως τα είχε γνωρίσει στη διάρκεια των σπουδών του στη Μολδοβλαχία. Έτσι από τα πρώτα έργα του Κυπριανού ως Αρχιεπισκόπου υπήρξε η χρηματοδότηση για την ίδρυση της Ελληνικής Σχολής της Λευκωσίας και μετέπειτα στην ίδρυση και άλλων σχολείων στη Λεμεσό και στο Στρόβολο. Την ίδια περίοδο ο Κυπριανός μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, δεχόμενος να στηρίξει μόνο υλικά τον αγώνα, χωρίς η Κύπρος να εμπλακεί ενεργά, καθώς ο λαός της ήταν άοπλος και χωρίς οποιαδήποτε πείρα, επομένως η αποτυχία θα ήταν σχεδόν δεδομένη.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης , ο Τούρκος σουλτάνος ζήτησε την αφόπλιση των Κυπρίων. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός προσπάθησε να πείσει τους Κύπριους να υπακούσουν. Ωστόσο μέσα από προκηρύξεις που διανέμονταν στο νησί, ήταν αρκετό για να ξεσηκώσουν το λαό της Κύπρου. Κύπριοι εθελοντές αναχωρούσαν με τα ελληνικά πλοία για να στρατολογηθούν στον ελληνικό στρατό κα να συμμετάσχουν στον αγώνα. Με αυτά τα δεδομένα ο Τούρκος διοικητής κατάρτισε ένα κατάλογο με ονόματα προκρίτων και ιεραρχών και αφού εξασφάλισε την έγκριση του σουλτάνου για τις εκτελέσεις, κατάφερε με δόλιο τρόπο να εξαπατήσει τα θύματα του προσκαλώντας τα σε συγκέντρωση στη Λευκωσία. Την 9η Ιουλίου άρχισε η μεγάλη σφαγή των αρχιερέων και των προκρίτων του νησιού. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ο οποίος απαγχονίστηκε σε μια συκαμιά στην πλατεία του Σεραγίου. Τα λείψανα του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού μαζί με των Μητροπολιτών Πάφου Χρύσανθο, Κιτίου Μελετίου και Κυρηνείας Λαυρέντιου φυλάσσονται σε μνημείο στο προαύλιο του Ιερού ναού Φανερωμένης, στη Λευκωσία.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός υπήρξε ένας από τους Εθνομάρτυρες της Ελληνικής επανάστασης, καθώς υπήρξε μάρτυρας της πίστεως και της πατρίδος. Ο εθνικός ποιητής της Κύπρου, Βασίλης Μιχαηλίδης, με αφορμή τη θυσία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, αφιέρωσε σε αυτόν ένα έπος με τον τίτλο «Η ενάτη Ιουλίου».

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ’ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1913 στο χωριό Άνω Παναγιά της Πάφου. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Σε ηλικία 13 ετών εισήχθη στην Ιερά Μονή Κύκκου ως δόκιμος μοναχός, όπου και έλαβε την πρώτη κατήχηση και γυμνασιακή εκπαίδευση. Με υποτροφία της Μονής στάλθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για σπουδές στη Θεολογική Σχολή, από όπου και αποφοίτησε το 1942 με άριστα. Το 1938 θα χειροτονηθεί ως διάκονος και το 1946 ως πρεσβύτερος –αρχιμανδρίτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου. Το 1948 με υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών θα ξεκινήσει θεολογικές σπουδές και συγκεκριμένα Κοινωνιολογία της θρησκείας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης στις ΗΠΑ. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του θα επιστρέψει στην Κύπρο το 1948, όπου και θα εκλεγεί Μητροπολίτης Κιτίου, ενώ αργότερα θα χειροτονηθεί σε Επίσκοπο.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1950 θα εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης Κύπρου σε διαδοχή του Μακαρίου Β’ ως Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄. Αμέσως μετά την εκλογή του ως Αρχιεπίσκοπος Κύπρου θα ιδρύσει την Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας. Οι σχέσεις του με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου που διοικούσαν την Κύπρο δεν ήταν καθόλου καλές, καθώς όπως και η πλειονότητα τότε των Ελληνοκυπρίων, ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης με την Ελλάδα. Στις 9 Μαρτίου του 1956 θα εξοριστεί από το αποικιακό καθεστώς στις Σεϋχέλλες μέχρι και τον Απρίλιο του 1957, ενώ σταδιακά άρχισε να εγκαταλείπει τον ενωτικό αγώνα και να επιδιώκει με επισκέψεις και προσφυγές σε διάφορες χώρες και διεθνείς οργανισμούς την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού. Η ανεξαρτησία τελικά της Κύπρου θα έρθει το 1960, με τη Συμφωνία του Λονδίνου που ήταν η συνέχεια της Συμφωνίας της Ζυρίχης.

Στις πρώτες εκλογές που έγιναν στην Κύπρο, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος θα εκλεγεί ως ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας., ενώ θα επανεκλεγεί τον Φεβρουάριο του 1968 και το 1973. Στις 15 Ιουλίου του 1974 η στρατιωτική Χούντα της Αθήνας θα προβεί σε πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου. Ο Αρχιεπίσκοπος κατόρθωσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Στις 20 Ιουλίου λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα, η Τουρκία, χρησιμοποιώντας το ως πρόσχημα, θα εισβάλει στην Κύπρο με όλες τις τραγικές συνέπειες που θα επακολουθήσουν.

Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977 και αναμφισβήτητα υπήρξε ένα από τα πρόσωπα που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό του νησιού.