Η Μονή όπου ενώνονται τρεις σημαντικοί ναοί κάτω από την ίδια στέγη και από το 1985 μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Η Μονή του Άγιου Ιωάννη του Λαμπαδιστή βρίσκεται στην κοιλάδα της Μαραθάσας, απέναντι από το χωριό Καλοπαναγιώτης. Από το 1985 περιλαμβάνεται, μαζί με εννέα άλλες τοιχογραφημένες βυζαντινές εκκλησίες του Τροόδους στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Η Μονή ιδρύθηκε τον 15ο ή 16ο αιώνα. Η σημερινή εκκλησία του μοναστηριού προήλθε από την ένωση τριών ναών: του Αγίου Ηρακλειδίου, του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή και του ναού του Ακάθιστου Ύμνου ο οποίος παλαιότερα ήταν Λατινικό παρεκκλήσι.

Ο πρώτος καθολικός ναός ήταν αφιερωμένος στον Αγ. Ηρακλείδιο και χτίστηκε τον 11ο αι. στον τύπο του εγγεραμμένου σταυροειδούς με τρούλο. Οι τοιχογραφίες του ανήκουν σε διάφορες εποχές. Στο κάτω μέρος της αψίδας εικονίζονται γονατισμένοι αντωποί μοναχοί που χρονολογούνται στον 12ο αι. Ο τρούλος, οι πεσσοί που τον στηρίζουν και η δυτική και νότια καμάρα στον 13ο. Από αυτή την εποχή αξίζει να αναφερθεί η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, που είναι η καλύτερα διατηρημένη τοιχογραφία. Γύρω στο 1400 χρονολογείται η δεύτερη σωζόμενη σειρά τοιχογραφιών που αποτελεί μια μοναδική σύνθεση Ύστερης Βυζαντινής περιόδου, ακόμη και εκτός Κύπρου. Πρόκειται για τον αφηγηματικό κύκλο πάνω από 30 σκηνών της Καινής Διαθήκης. Στην ίδια εποχή ανήκουν και οι 6 Ιεράρχες που εικονίζονται στον ημικυλινδρικό τοίχο της αψίδας και η δεόμενη Παναγία στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας. Παριστάνεται ανάμεσα στους Αρχαγγέλους με τον Χριστό όρθιο μπροστά της. Στον ναό του Αγίου Ηρακλειδίου σώζεται και το αρχαιότερο ξύλινο τέμπλο της Κύπρο, διακοσμημένο με μορφές ζώων όπως το λιοντάρι των Λουζινιανών, τον αετό των Βυζαντινών αλλά και με τα όπλα διαφόρων Λατίνων ιπποτών.

Στη βόρεια πλευρά του καθολικού της μονής χτίστηκε τον 12ο αι. το παρεκκλήσι του Αγ. Ιωάννη Λαμπαδιστή, ακριβώς πάνω από τον τάφο του ομώνυμου Αγίου. Οι πληροφορίες μας για το πού γεννήθηκε ο Άγιος είναι ασαφείς. Άλλοι μελετητές αναφέρουν ότι το όνομα Λαμπαδιστής οφείλεται στο επίθετο «λάμπρος», δηλαδή φωτισμένος, ενώ άλλοι το αποδίδουν στο επίθετο «Λαμπαδιστός», με το οποίο, όπως υποστηρίζουν, αποκαλείτο το Τρόοδος εξαιτίας της λευκότητας των χιονισμένων κορυφών του. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Άγιος έζησε το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας στο Βυζάντιο ήταν ο Νικηφόρος Φωκάς (963-969). Ήταν ωραίος νέος και οι γονείς του τον αρραβώνιασαν με μια συγχωριανή του σε αρκετά νεαρή ηλικία. Εκείνος όμως δεν επιθυμούσε να παντρευτεί, καθώς από πολύ νωρίς γνώριζε ότι ήθελε να αφιερωθεί στον Θεό. Αποφάσισε λοιπόν να διαλύσει τον αρραβώνα, γεγονός που δεν χαροποίησε την κοπέλα. Οι γονείς της για να τον εκδικηθούν κατάφεραν να τον τυφλώσουν. Ο Άγιος κατέφυγε τότε στα βουνά της Μαραθάσας όπου και έζησε για τέσσερα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, που ήλθε όταν ήταν μόλις 22 χρονών. Έκανε πολλά θαύματα και ετιμάτο ιδιαίτερα για τις θεραπείες των δαιμονιζομένων. Σήμερα η κάρα του φυλάσσεται στο μοναστήρι, μέσα σε αργυρεπίχρυση λειψανοθήκη τοποθετημένη σε ειδική κόγχη και εκτίθεται για προσκύνημα στους πιστούς.

Το παρεκκλήσι του Αγ. Ιωάννη Λαμπαδιστή κατέρρευσε τον 17ο ή 18ο αι. και ξαναχτίστηκε στον τύπο του καμαροσκέπαστου ναού. Τον 14ος ή 15ος στα δυτικά του καθολικού και του παρεκκλησίου χτίστηκε κοινός νάρθηκας, πιθανώς ξυλόστεγος, με διαφορετική κλίση από τη σημερινή. Τον 15ο αιώνα, στα βόρεια του παρεκκλησιού του Λαμπαδιστή κτίστηκε δεύτερο παρεκκλήσι με ξυλόστεγη στέγη στον τύπο της καμάρας. Οι τοιχογραφίες του ανήκουν στον 16ο αι. και έχουν έντονες επιδράσεις από την Ιταλική Αναγέννηση. Κύριο θέμα είναι η εικονογραφική απόδοση των 24 οίκων του Ακάθιστου Ύμνου, στα κάτω μέρη της καμάρας και στους πλευρικούς τοίχους. Η σκηνή των Μάγων είναι πραγματικό αριστούργημα. Ενώ το τοπίο παραμένει Ελληνιστικό Βυζαντινό, η τρισδιάστατη απόδοση των έφιππων Μάγων θυμίζει Ιταλική Φλωρεντιανή ζωγραφική. Είναι πιθανό ο Έλληνας ζωγράφος να είχε μαθητεύσει στην Ιταλία.

Στα τέλη 17ου- αρχές 18ου αι. ο κοινός τοίχος του καθολικού ναού και του παρεκκλησιού αντικαθίσταται με τόξο και πολλές τοιχογραφίες καταστρέφονται. Το συγκρότημα των δύο κτισμάτων καλύπτεται με κοινή δίρριχτη στέγη με επίπεδα κεραμίδια, όμοια με αυτά του βόρειου παρεκκλησιού
Το μοναστικά κτίσματα συμπληρώνουν διάφορες βοηθητικές κατασκευές στα νότια της μονής, όπως ο ελιόμυλος και ο μικρός ληνός για το πάτημα των σταφυλιών.

Το μοναστήρι συνέχισε να υπάρχει μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Από τότε λειτουργεί μόνο σαν ναός. Στα μέσα του 19ου αιώνα ένα δωμάτιο των μοναστηριακών κτηρίων χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα διδασκαλίας για τα παιδιά του Καλοπαναγιώτη και των γύρω χωριών. Σήμερα είναι επισκέψιμο καθημερινά από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο 09:00 - 12:30 και 14:00 - 17:00 και από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο 09:00 - 12:00 και 13:00 - 16:00.